- βερβερικός
- -ή, -ό1. ο σχετικός με τους Βερβέρους2. το θηλ. ως ουσ. Βερβερική, ηη γλώσσα των Βερβέρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
μπαρμπαρέζικος — και μπαρμπαρέσικος η, ο (Μ μπαρμπαρέζικος και μπαρμπαρέσικος, η, ον) [Μπαρμπαρέζος] (ιδίως για καράβια) αυτός που προέρχεται από την Μπαρμπαριά ή αυτός που ανήκει στην Μπαρμπαριά, ο βερβερικός … Dictionary of Greek